- εκπρολείπω
- ἐκπρολείπω (Α)1. εγκαταλείπω, εξέρχομαι2. αφήνω κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπρολιπόντα — ἐκπρολείπω forsake aor part act neut nom/voc/acc pl ἐκπρολείπω forsake aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπρολιπεῖν — ἐκπρολείπω forsake aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπρολιποῦσα — ἐκπρολείπω forsake aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπρολιπόντες — ἐκπρολείπω forsake aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπρολιπόντος — ἐκπρολείπω forsake aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπρολιπών — ἐκπρολείπω forsake aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπρολίποις — ἐκπρολείπω forsake aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπρολιπόνθ' — ἐκπρολιπόντα , ἐκπρολείπω forsake aor part act neut nom/voc/acc pl ἐκπρολιπόντα , ἐκπρολείπω forsake aor part act masc acc sg ἐκπρολιπόντι , ἐκπρολείπω forsake aor part act masc/neut dat sg ἐκπρολιπόντε , ἐκπρολείπω forsake aor part act masc/neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπρολιποῦσ' — ἐκπρολιποῦσα , ἐκπρολείπω forsake aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐκπρολιποῦσι , ἐκπρολείπω forsake aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκπρολιποῦσαι , ἐκπρολείπω forsake aor part act fem nom/voc pl (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek